- σκαλιστικός
- η , ό[ν] 1.1) относящийся к окапыванию, рыхлению, прополке; 2) относящийся к вырезанию, высеканию, резьбе; 2.:
τα σκαλιστικά — плата за окапывание, рыхление, прополку
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τα σκαλιστικά — плата за окапывание, рыхление, прополку
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκαλιστικός — ή, ό, Ν [σκαλίζω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σκάλισμα ή στον σκαλιστή («σκαλιστικά εργαλεία») 2. χρήσιμος για το σκάλισμα («σκαλιστική μηχανή») 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σκαλιστικά η χρηματική αμοιβή τού εργάτη που έκανε το σκάλισμα … Dictionary of Greek
σκαλιστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο σκάλισμα: Του χρειάζονται φέτος καινούρια σκαλιστικά εργαλεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)